- περιστίζω
- Α1. κεντώ κάτι ολόγυρα, στολίζω ολόγυρα με στίγματα2. τοποθετώ κάποιον ή κάτι γύρω από κάτι άλλο3. γραμμ. δηλώνω κάτι με στίξη, βάζω σημείο στίξης4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) περιεστιγμένος, -η, -οναυτός που έχει σημειωθεί με στίξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + στίζω «σημειώνω με μυτερό εργαλείο, κεντώ, στολίζω με στίγματα, τοποθετώ στίγμα»].
Dictionary of Greek. 2013.